-
1 λευκό-πηχυς
λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
См. также в других словарях:
λευκόπηχυς — λευκόπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῑσι», Ευρ.) … Dictionary of Greek